-
1 насыщенный
κορεσμένος, πυκνός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > насыщенный
-
2 насыщенный
насыщенн||ыйприл1. γεμάτος μέ..., πλήρης·2. хим. (κε)κορεσμένος. -
3 насыщенный
[νασύστσιννυϊ] εκ. πλήρης, (χημ.) κορεσμένος -
4 насыщенный
[νασύστσιννυϊ] επ πλήρης, (χημ) κορεσμένος -
5 насыщенный
επ. από μτχ.1. κορεσμένος•раствор κορεσμένο διάλυμα.
2. μτφ..περιεκτικότατος, πλούσιος•-ое изложение πλούσια έκθεση.
-
6 пар
ο ατμ/ός"генерировать - παράγω - όвлажный - ένυδρος -, υγρός -- υπό πίεση, μη αποτονωμένος -отработанный - εκτονωμένος -, νεκρός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пар